- τεταρταίος
- -α, -ο / τεταρταῑος, αία, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος(στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που εκδηλώνεται με πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη ημέρα, οπότε, συντελείται η σχιζογονία τού ελοπαρασίτουαρχ.1. αυτός που πράττει, που ενεργεί ή που γίνεται, που συμβαίνει την τέταρτη μέρα (α. «ἀφικνεῑσθαι τεταρταίους», Πλάτ.β. «ἐπεὰν τριταῑαι ἤ τεταρταῑαι γένωντας», Ηρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τεταρταίηη τέταρτη ημέρα3. φρ. «τεταρταίῳ πονεῑσθαι» — το να καταλαμβάνεται κανείς από πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη μέρα (Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + κατάλ. -αῖος. Ο τ. τετορταῖος, με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -ρ- ως -ορ- στην αιολ. διάλ. (πρβλ. τέτορες, βλ. λ. τέσσερεις)].
Dictionary of Greek. 2013.